Οι γειτονιές είναι λυπημένες.
Οι γειτονιές έχουν χώσει το πηγούνι τους στον κόρφο τους.
Δε μιλάνε οι γειτονιές. Το βράδυ σεργιανάει στους λασπωμένους δρόμους
Έρημο, μ ένα παλιό, ξεκούρντιστο φεγγάρι στα χέρια του
Σαν τον τυφλό διακονιάρη με τη φυσαρμόνικα. Παίζει ένα τυφλό τραγούδι.
Κανένα παράθυρο δεν ανοίγει. Ο εργάτης που γυρνάει στη φαμίλια του
Δεν κοντοστέκει, δρασκελάει αργά το κατώφλι,
Κοιτάζει χάμου. Τα παιδιά τον κοιτάζουν.
Η γυναίκα μπαλώνει μια κάλτσα. Δεν τον κοιτάζει.
«Μήτε σήμερα», λέει σα ναχει φταίξει,
«δε βρήκα δουλειά μήτε σήμερα», λέει.
Και τα παιδιά δεν ξέρουν κι είναι λυπημένα,
Κι η πιατοθήκη είναι λυπημένη
Σα μια μικρή σκάλα που δε βγάζει πουθενά,
Και τα πήλινα πιάτα είναι λυπημένα
Σα φεγγάρια που δεν έχουν τι να φωτίσουν,
Και το ξύλινο αυγό του μανταρίσματος μέσα στην κάλτσα είναι σα μια γροθιά σφιγμένη, είναι σα μια γροθιά κρυμμένη σε μιαν άδεια τσέπη.
Οι γειτονιές δεν μιλάνε.
Οι γειτονιές θυμώνουν.
Κρύβονται μες στον ίσκιο οι γειτονιές
Και σφίγγουν τη γροθιά τους. Δε μιλάνε.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου